Το Υπερηχογράφημα Μέτρησης Μήκους Τραχήλου γίνεται συνήθως κατά το ίδιο χρονικό διάστημα που γίνεται και το Υπερηχογράφημα Β’ Επιπέδου, δηλαδή μεταξύ της 20ης και της 24ης εβδομάδας της κύησης. Ωστόσο, όταν υπάρχει ιστορικό πρόωρου τοκετού, τότε η εξέταση θα πρέπει γίνεται συστηματικά, ξεκινώντας συνήθως από τη 16η εβδομάδα της κύησης.
Αφορά στην ακριβή μέτρηση του μήκους του τραχήλου της μήτρας προκειμένου να εκτιμηθεί ο κίνδυνος για πρόωρο τοκετό. Όσο μικρότερο είναι το μήκος του τραχήλου, τόσο αυξάνεται η πιθανότητα για πρόωρο τοκετό.
Συνίσταται ανεπιφύλακτα σε όλες τις εγκύους. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τις γυναίκες που αντιμετωπίζουν υψηλό κίνδυνο για πρόωρο τοκετό, όπως είναι οι έγκυες, που α) που κυοφορούν πολύδυμες κυήσεις, β) έχουν ιστορικό πρόωρου τοκετού ή αποβολής β΄τριμήνου γ) έχουν διαγνωσθεί με συγγενείς ανωμαλίες της μήτρας ή δ) έχουν υποβληθεί σε προηγούμενη χειρουργική επέμβαση στον τράχηλο της μήτρας (LLETZ – κωνοειδής εκτομή). Ανεξάρτητα από το αίτιο, στις περισσότερες περιπτώσεις πρόωρου τοκετού ο τράχηλος της μήτρας (η έξοδος της μήτρας) αρχίζει να χάνει μήκος σταδιακά αρκετό καιρό πριν από τον τοκετό. Επομένως, από τη στιγμή που η επιστήμη της μαιευτικής – γυναικολογίας μας επιτρέπει να γνωρίζουμε ποιό είναι το φυσιολογικά αναμενόμενο μήκος του τραχήλου σε κάθε τρίμηνο της κύησης, μπορούμε να εντοπίσουμε τις περιπτώσεις στις οποίες ο τράχηλος έχει κοντύνει υπερβολικά, οπότε υπάρχει αυξημένος κίνδυνος πρόωρου τοκετού.
Τελείται διακολπικά και είναι απόλυτα ασφαλές και για το έμβρυο και για τη μητέρα.
Αν η μέτρηση του μήκους του τραχήλου της μήτρας είναι ικανοποιητική και ως εκ τούτου το ρίσκο για πρόωρο τοκετό χαμηλό, δεν χρειάζεται να επαναληφθεί το εν λόγω υπερηχογράφημα. Διαφορετικά η εξέταση θα πρέπει να επαναλαμβάνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα ανάλογα με την περίπτωση και να δοθεί η κατάλληλη θεραπεία σε συνεργασία πάντα με τον θεράποντα ιατρό.