NIPT

Μη επεμβατικός προγεννητικός έλεγχος

Τι είναι ο Μη Eπεμβατικός Προγεννητικός ‘Ελεγχος (NIPT ή cell free DNA);

Πρόκειται για μια νέα επαναστατική μέθοδο διαλογής (screening test), μέσω της οποίας με μια απλή αιμοληψία από τη μητέρα εξετάζουμε το DNA του εμβρύου, που κυκλοφορεί «ελεύθερα» (δηλαδή εκτός κυττάρων) στο αίμα της, για να εντοπίσουμε τις πιο κοινές χρωμοσωμικές ανωμαλίες και σύνδρομα, όπως Τρισωμία 21 (Σύνδρομο Down), Τρισωμία 18 (Σύνδρομο Edwards), Τρισωμία 13 (Σύνδρομο Patau), Σύνδρομο Turner καθώς και κάποια μικροελλειπτικά σύνδρομα.
Με την εξέταση αυτή μπορούμε να αναγνωρίσουμε το 99%, αλλά όχι όλα, των εμβρύων με σύνδρομο Down. Τα ποσοστά ανίχνευσης για τις τρισωμίες 18 και 13 ( σύνδρομα Edwards και Patau ) είναι 97% και 92% αντίστοιχα.

Πότε πραγματοποιείται;

Ο Μη Eπεμβατικός Προγεννητικός ‘Ελεγχος (NIPT ή cell free DNA) προτείνεται να γίνεται μετα την 10η εβδομάδα της κύησης και ιδανικά κατά το χρονικό διάστημα τέλεσης του υπερηχογραφήματος Αξιολόγησης της Αυχενικής Διαφάνειας ώστε τα αποτελέσματα να είναι διαθέσιμα στους γονείς από το α΄κιόλας τρίμηνο.

Ποιες είναι οι ενδείξεις ή/και οι λόγοι που τον καθιστούν απαραίτητο;

Το cell free DNA τεστ αποτελεί άριστη επιλογή για όλες τις μέλλουσες μητέρες που θα ήθελαν να κάνουν μία επιπλέον εξέταση μεγάλης διαγνωστικής ακρίβειας για να αποκλείσουν σε μεγάλο ποσοστό (>97%) τα πιο συχνά εμφανιζόμενα χρωμοσωμικά σύνδρομα (τρισωμίες 21,18 και 13) χωρίς να διακινδυνεύσουν την εγκυμοσύνη τους.
Επιπλέον η εφαρμογή του Μη Επεμβατικού Προγεννητικού Ελέγχου έχει ένδειξη σε

α) εγκύους με αυξημένο κίνδυνο για χρωμοσωμικές ανωμαλίες (>1:100 αλλά <1:10), σύμφωνα με το Υπερηχογράφημα Αυχενικής Διαφάνειας,

β) εγκύους με διάμεσα χαμηλό κίνδυνο για χρωμοσωμικές ανωμαλίες (1:101-1:2500), σύμφωνα με το Υπερηχογράφημα Αυχενικής Διαφάνειας,

γ) εγκύους με προηγούμενο ιστορικό κύησης με χρωμοσωμική ανωμαλία,

δ) κυήσεις υψηλού κινδύνου για αποβολή από τις επεμβατικές μεθόδους (αμνιοπαρακέντηση, λήψη τροφοβλάστης) όπως για παράδειγμα οι κυήσεις με κολπική αιμορραγία ή αιμάτωμα στο πρώτο τρίμηνο και οι πολύδυμες κυήσεις.

Ποιες είναι τα πλεονεκτήματα του Μη Eπεμβατικού Προγεννητικού Ελέγχου (NIPT ή cell free DNA) ;

Πρόκειται για μη επεμβατική μέθοδο, συνίσταται απλώς στην λήψη αίματος από την μητέρα και ως εκ τούτου δεν ενέχει κίνδυνο αποβολής. Χαρακτηρίζεται από μεγάλη διαγνωστική ακρίβεια. Με την εξέταση αυτή μπορούμε να αναγνωρίσουμε το 99% των εμβρύων με σύνδρομο Down, ενώ τα ποσοστά ανίχνευσης για τις τρισωμίες 18 και 13 ( σύνδρομα Edwards και Patau ) είναι 97% και 92% αντίστοιχα. Τα ψευδώς θετικά αποτελέσματα κυμαίνονται σε ποσοστό μόλις 0.1-0.2% για τα σύνδρομα αυτά.

Αυτό σημαίνει ότι το cell free DNA τεστ αποτελεί το ακριβέστερο μέσο διαλογής (screening test) που έχουμε στην διαθεσή μας αυτή τη στιγμή για την προγεννητική διάγνωση των τριών πιο συχνά απαντώμενων χρωμοσωμικών συνδρόμων ( σε σύγκριση με το Υπερηχογράφημα Αξιολόγησης της Αυχενικής Διαφάνειας ή τον συνδιαστικό προγεννητικό έλεγχο α΄ και β΄τριμήνου).

Επιπλέον μπορεί να εφαρμοστεί σε μονήρεις ή δίδυμες κυήσεις, σε κυήσεις τεχνητής γονιμοποίησης (IVF) ακόμα και σε περιπτώσεις δανεικού ωαρίου (donor egg).

Ποια διαδικασία ακολουθείται;

Αρχικά πραγματοποιείται υπερηχογραφική εξέταση για την επιβεβαίωση της θετικής καρδιακής λειτουργίας και τον αποκλεισμό ανατομικών ανωμαλιών στο έμβρυο. Κατόπιν γίνεται αιμοληψία από την μητέρα και το μητρικό αίμα στέλνεται για ανάλυση στο εργαστήριο.

Πώς ερμηνεύονται τα αποτελέσματα που θα λάβουμε και τι είδους άλλα τέστ ή συμπληρωματικά υπερηχογραφήματα ενδεχομένως θα απαιτηθούν;

Το cell free DNA αποτελεί μέσο διαλογής (screening test) και όχι διάγνωσης, επομένως δεν μπορεί να μας “πει” 100% αν το έμβρυο έχει ή όχι σύνδρομο Down (τρισωμία 21) ή κάποιο από τα αμέσως επόμενα σε συχνότητα εμφάνισης σύνδρομα Edwards και Patau ( τρισωμίες 18 και 13 αντίστιχα) . Το αποτελέσμα που θα λάβουμε θα χαρακτηρίζει την κύηση χαμηλού κινδύνου ( πιθανότητα μικρότερη από 1:10000 να έχει το έμβρυο τρισωμία 21, 18 ή 13) ή υψηλού κινδύνου ( εξαιρετικά μεγάλη πιθανότητα να έχει το έμβρυο κάποιο από αυτά τα χρωμοσωμικά σύνδρομα). Αν το αποτέλεσμα είναι χαμηλού κινδύνου, το ρίσκο για χρωμοσωμικές ανωμαλίες (όπως αυτό έχει προσδιοριστεί από το υπερηχογραφήματα Αξιολόγησης της Αυχενικής Διαφάνειας) μειώνεται ακόμη περισσότερο. Μάλιστα έχει βρεθεί οτι όσο μεγαλύτερο είναι το κλάσμα του εμβρυϊκού DNA στο αίμα της μητέρας (fetal fraction%), τόσο περισσότερο μειώνεται ο κίνδυνος για χρωμοσωμικά σύνδρομα. Μέγιστη μείωση του κινδύνου αυτού επιτυγχάνεται όταν ελέγχεται fetal fraction >9% (detection rate~100% για το σύνδρομο Down).
Αντιθέτως αν το αποτέλεσμα είναι υψηλού κινδύνου συνιστάται περαιτέρω έλεγχος με επεμβατική δοκιμασία (λήψη τροφοβλάστης ή αμνιοπαρακέντηση) προκειμένου να επιβεβαιωθεί.
Τέλος, θα πρέπει να γνωρίζετε ότι το cell free DNA τεστ δεν μας παρέχει καμία πληροφορία σε σχέση με την ανατομία του εμβρύου ή τον ρυθμό ανάπτυξης του. Ενα “καλό” αποτέλεσμα (χαμηλού κινδύνου) δεν μπορεί αποκλείσει τυχόν μείζονες δομικές ανωμαλίες του εμβρύου ( συγγενείς καρδιοπάθειες, δισχιδή ράχη κ.α.) ή Ενδομήτρια Καθυστέρηση της Ανάπτυξης. Κρίνεται έτσι αναγκαίο σε κάθε περίπτωση να πραγματοποιούνται τα υπερηχογραφήματα Αξιολόγησης της Αυχενικής Διαφάνειας και β’ Επιπέδου για τον έλεγχο της ανατομίας του εμβρύου και το υπερηχογράφημα Ανάπτυξης-Doppler την 32η εβδομάδα της κύησης για να εκτιμήσουμε την ανάπτυξη και το “καλώς έχειν” του εμβρύου.
Επιπλέον το cell free DNA τεστ δεν παρέχει πληροφορίες σχετικά με άλλα σπάνια γενετικά σύνδρομα. Εάν κατά τον υπερηχογραφικό έλεγχο του α΄τριμήνου η αυχενική διαφάνεια είναι αυξημένη (ΝΤ>3.5), ελεγχθούν μείζονες δομικές ανωμαλίες στο έμβρυο ( ολοπροσεγκεφαλία, εξόμφαλο κ.α.) ή το ρίσκο για χρωμοσωμικές ανωμαλίες είναι εξαιρετικά υψηλό (>1:10) συνιστάται περαιτέρω έλεγχος με επεμβατική δοκιμασία (λήψη τροφοβλάστης ή αμνιοπαρακέντηση).

Πότε γνωρίζουμε τα αποτελέσματα;τι μπορούμε να περιμένουμε;

Τα αποτελέσματα είναι διαθέσιμα εντός 10 – 14 ημερών.
Θα πρέπει εντούτοις να γνωρίζετε ότι υπάρχει μικρή πιθανότητα (1-5% όταν πρόκειται για μονήρη κύηση) να μην δοθεί αποτέλεσμα λόγω τεχνικών προβλημάτων στην ανάλυση του δείγματος και συνήθως αυτό οφείλεται στο χαμηλό κλάσμα εμβρυικού DNA (fetal fraction%) στο αίμα της μητέρας. Βασικοί παράγοντες για αυτό αποτελούν ο αυξημένος Δείκτης Μάζας Σώματος (ΒΜΙ) της μητέρας και ο “μικρός” σε μέγεθος πλακούντας.
Τότε, θα πρέπει να επαναληφθεί η αιμοληψία και σε αυτή την περίπτωση μπορούμε να αναμένουμε αποτελέσματα σε ποσοστό 60-70%.

Ποιοι κίνδυνοι υπάρχουν;

Δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος για την εγκυμοσύνη αφού πρόκειται απλώς για τη λήψη μικρής ποσότητας φλεβικού αίματος από την μητέρα. Δεν διαφέρει σε τίποτα από τις εξετάσεις αίματος ρουτίνας που πραγματοποιούνται κατά την διάρκεια της κύησης.

Start typing and press Enter to search